- εὐάρεστος
- εὐ|άρεστος, ον ['≃ благоприятный'] приятный, угодный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
εὐάρεστος — wellpleasing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… … Dictionary of Greek
ευάρεστος — η, ο ευχάριστος, τερπνός, αρεστός: Ευάρεστη είδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐαρεστότερον — εὐάρεστος wellpleasing adverbial comp εὐάρεστος wellpleasing masc acc comp sg εὐάρεστος wellpleasing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρέστως — εὐάρεστος wellpleasing adverbial εὐάρεστος wellpleasing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρεστον — εὐάρεστος wellpleasing masc/fem acc sg εὐάρεστος wellpleasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρεστοτέρους — εὐάρεστος wellpleasing masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρεστοτέρως — εὐάρεστος wellpleasing masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρεστότερος — εὐάρεστος wellpleasing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρέστοις — εὐάρεστος wellpleasing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρέστου — εὐάρεστος wellpleasing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)